- άροση
- ηόργωμα, ζευγάρισμα, καλλιέργεια: Καλή άροση είναι η βαθιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
άροση — η (AM ἄροσις) [αρώ] 1. η καλλιεργήσιμη γη 2. το όργωμα … Dictionary of Greek
ἀρόσῃ — ἀρόσηι , ἄροσις arable land fem dat sg (epic) ἀρόω plough aor subj mid 2nd sg ἀρόω plough aor subj act 3rd sg ἀρόω plough fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιάσιμο — το 1. η πρώτη άροση χέρσου αγρού, το νιά(σ)μα 2. (γενικά) άροση, όργωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *νεάσ ιμο < νεῶ (Ι) «πρωτοκαλλιεργώ»] … Dictionary of Greek
Βουφόνια — Αρχαία αθηναϊκή γιορτή θυσίας βοδιού. Εορτάζόταν στις 14 του μήνα Σκιροφοριώνα (Ιούνιο Ιούλιο), όταν τελείωνε το αλώνισμα και συγκεντρωνόταν το σιτάρι στην Ακρόπολη. Σώζονται δύο περιγραφές της τελετής, του Πορφύριου και του Παυσανία, με μερικές… … Dictionary of Greek
ενηρόσιον — ἐνηρόσιον και ἐνειρόσιον, το (Α) μίσθωμα ή τέλος που πληρωνόταν για άροση ή καλλιέργεια ιερού αγρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + αροτός < αρώ «οργώνω»] … Dictionary of Greek
κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων … Dictionary of Greek
καλοστροφώ — καλοστροφῶ, άω (Μ) (για γεωργό) αναστρέφω καλά τους βώλους τού χώματος πριν από την άροση, πριν από το όργωμα τού χωραφιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + στροφῶ (< στρόφος < στρόφος, ὁ < στρέφω), πρβλ. βωλο στροφώ, οιακο… … Dictionary of Greek
λαχανοκομία — Κλάδος της κηποκομίας με αντικείμενο την καλλιέργεια εδώδιμων ποωδών φυτών (λαχανικών). Παλαιότερα, η παραδοσιακή κηπευτική καλλιέργεια λαχανικών περιοριζόταν σε μικρά τεμάχια γης, τους λαχανόκηπους, εμφανίζοντας οικογενειακές συνθήκες… … Dictionary of Greek
νειός — νειός, ἡ (ΑΜ, Α και νεός και νέα) 1. αγρός ο οποίος οργώθηκε και πάλι, αφού παρέμεινε χέρσος για λίγο χρόνο με σκοπό την ενδυνάμωση τής γης, νιάμα («αἴτιον τοῡ θᾱττον ἐκτελοῡν καὶ μὴ καρπίζεσθαι τἠν γῆν, ἀλλὰ νειὸν ποιεῑν», Θεόφρ.) 2. η άροση, το … Dictionary of Greek
παραζυγή — ἡ, Α υπηρεσία με ζεύγος βοδιών για άροση ή μεταφορά αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ζυγή «ζεύγος»] … Dictionary of Greek